- ελιξήριο
- και ελιξίριο, το1. παρασκεύασμα τών αλχημιστών με θαυματουργές ιδιότητες («ελιξήριο τής ζωής»)2. φάρμακο, σιρόπι με ευχάριστη γεύση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek
Ντονιτσέτι, Γκαετάνο — (Gaetano Donizetti, Μπέργκαμο 1797 – 1848). Ιταλός μουσικός. Από φτωχή οικογένεια, άρχισε νεώτατος να σπουδάζει μουσική πρώτα στο Μπέργκαμο και κατόπιν στη Μπολόνια. Πολύ γρήγορα ασχολήθηκε με το μελόδραμα και παρουσίασε την πρώτη του όπερα το… … Dictionary of Greek
φιλοσοφική λίθος — Κατά τους αλχημιστές, φανταστική ουσία ή πέτρα ικανή να μετατρέψει τα ατελή μέταλλα σε τέλεια. Ο Ρογήρος Mπέικον βεβαίωνε ότι ο αλχημιστής, με τη φιλοσοφική πέτρα ή το ελιξήριο, δεν προσπαθούσε παρά μόνο να επιταχύνει το έργο της φύσης, δηλαδή να … Dictionary of Greek